Κατά κόσμον Παναγιώτης, του Σάββα και της Δέσποινας, γεννήθηκε το έτος 1922 στην Κωμόπολη Αρχάγγελος της Ρόδου. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην γενέτειρά του και στο Γυμνασιακό τμήμα της ι. Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ενεγράφη (1951) στο Πανεπιστημιακό τμήμα της, από το οποίο αποφοίτησε αριστούχος το 1956 με εναίσιμη επί πτυχίω διατριβή: «Η περί θεαμάτων διδασκαλία του Ιωάννου Χρυσοστόμου». Λίγο πριν την αποφοίτησή του χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον τότε Σχολάρχη, Μητροπολίτη Ικονίου Ιάκωβο (1956).
Το 1956 ως υπότροφος της Εκκλησίας, απεστάλη για μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη (1960) χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα τον Α´ και παρέμεινε στις αυλές της Μεγάλης Εκκλησίας ως Εφημέριος του Πατριαρχικού Παρεκκλησίου. Το 1961, με πρόταση του Πατριάρχου, μετέβη στη Θεσσαλονίκη για ανώτερες σπουδές και διορίστηκε εφημέριος του ι. Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών Καλαμαριάς. Το 1962 διορίστηκε Αναπληρωτής Ηγούμενος της ι. Μονής Αγίας Αναστασίας Χαλκιδικής, στην ηγουμενία της οποίας κατεστάθη τον Ιούλιο του επομένου έτους (1963). Ως Αναπληρωτής Ηγούμενος είχε την τιμή να υποδεχθεί τον Πατριάρχη Αθηναγόρα κατά την επίσκεψή του στη Μονή εξ αφορμής των εορτασμών της Χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους.
Ως Ηγούμενος της ι. Μονής Αγίας Αναστασίας (1963-1985) επέδειξε αξιοζήλευτες διοικητικές ικανότητες και μερίμνησε για την διοργάνωση και την εν γένει καλή πορεία της. Κατά τις ημέρες της ηγουμενίας του βελτιώθηκαν οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Μονής, κατασκευάστηκε ο αμαξιτός δρόμος, δημιουργήθηκε ο οικοδομικός συνεταιρισμός, κατοχυρώθηκε και αξιοποιήθηκε η περιουσία της, και χάριν στις προσπάθειές του επιτεύχθηκε η έκδοσις του Ν. Δ. 249/1969, με το οποίο η Μονή υπήχθη πνευματικά και διοικητικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα, ως Πρόεδρος της Εφορείας της Εκκλησιαστικής Σχολής της Αγίας Αναστασίας συνέβαλε στην απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία της.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτιμώντας το Ορθόδοξο ήθος και την πολυσχιδή προσφορά του τον εξέλεξε Αρχιερέα με τον ψιλό τίτλο Ευμενείας (20 Νοεμβρίου 1973). Επίσκοπος χειροτονήθηκε (25 Νοεμβρίου) στον ι. Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου, της μεγαλωνύμου Κοινότητας του Σταυροδρομίου, από τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα. Τέσσαρα χρόνια αργότερα, (17 Νοεμβρίου 1977) προήχθη σε Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως και Θείρων. Στις 15 Οκτωβρίου 1985 παραιτήθηκε οικειοθελώς από την ηγουμενία και παρέμεινε εφησυχάζων στην ι. Μονή.
Στις 5 Μαΐου 1988 εξελέγη Μητροπολίτης Ρόδου και ενθρονίστηκε στην έδρα του στις 22 του ιδίου μήνα. Στα χρόνια της αρχιερατείας του ανεγέρθηκαν πολλοί ιεροί Ναοί, ανακαινίστηκαν και επαναλειτούργησαν Ιερές Μονές (Ταξιάρχου Μιχαήλ Θαρρίου και Παναγίας Υψενής), ιδρύθηκαν νέες (Παραμυθίας και Παντανάσσης), λειτούργησαν οι Εκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις στις Μονές Θαρρίου και Υψενής και της Ιεράς Μητροπόλεως στην Λάρδο, ο Τηλεοπτικός Σταθμός «ΘΑΡΡΙ», ιδρύθηκαν νέες Ενορίες, χειροτονήθηκαν πολλοί νέοι κληρικοί και φιλοξενήθηκαν Διορθόδοξα και Διαχριστινιακά Συνέδρια.
Τον Απρίλιο του έτους 2004, μετά από 16 χρόνια ποιμαντορίας στην ι. Μητρόπολη Ρόδου, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία και παρέμεινε εφησυχάζων στην πόλη της Ρόδου, μέχρι την ημέρα της προς Κύριον εκδημίας του, την 22 Σεπτεμβρίου 2010. Κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία Μητροπολίτου στις 24 Σεπτεμβρίου και τάφηκε στο Δημοτικό Κοιμητήριο των Ταξιαρχών Ρόδου.
Ως κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Μητροπολίτου Αποστόλου ως Ιεράρχου του Θρόνου είναι αναμφίβολα η άνευ όρων και ορίων αφοσίωση στον ιερό θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η πιστότητα και υπακοή στα κελεύσματα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, τα δίκαια της οποίας διαφύλαξε και προάσπισε με παρρησία και συνέπεια. Ως χαρακτήρας διεκρίθηκε για την απλότητα, την πραότητα, την ταπείνωση και την προσήνεια του, αρετές οι οποίες τον καταξίωσαν στη συνείδηση του ποιμνίου και για τις οποίες εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε.