Ο Οικουμενικός Πατριάρχης

Ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κύριος κύριος Βαρθολομαῖος, ἐγεννήθη ἐν Ἴμβρῳ τὴν 29ην Φεβρουαρίου 1940 ἐκ τῶν Χρήστου καὶ Μερόπης Ἀρχοντώνη. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα αὐτοῦ ἧτο Δημήτριος. Μετὰ τὰ ἐγκύκλια μαθήματα ἐν τῇ γενετείρᾳ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ Ζωγραφείῳ Λυκείῳ τῆς Πόλεως εἰσῆλθεν εἰς τὴν περιώνυμον Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἐξ ἧς ἀπεφοίτησεν ἀριστοῦχος τὸ 1961 καὶ ἀμέσως ἐχειροτονήθη διάκονος, μετονομασθεὶς εἰς Βαρθολομαῖον. Ἀπὸ τοῦ 1961 μέχρι τοῦ 1963 ἐξεπλήρωσε τάς στρατιωτικὰς αὐτοῦ ὑποχρεώσεις ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικός.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1963-1968 μετεξεπαιδεύθη ὡς ὑπότροφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῷ Ἰνστιτούτῳ Ἀνατολικῶν Σπουδῶν Ῥώμης, ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Ἰνστιτούτω Bossey Ἐλβετίας καὶ ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ τοῦ Μοναχοῦ, εἰδικευθεὶς εἰς τὸ Κανονικὸν Δίκαιον. Ἀνηγορεύθη διδάκτωρ τοῦ ἐν Ῥώμῃ Ἰνστιτούτου (Γρηγοριανὸν Πανεπιστήμιον), ὑποβαλών διατριβὴν μὲ θέμα «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Ἐπιστρέψας τὸ 1968 εἰς τὴν Πόλιν διωρίσθη Βοηθὸς Σχολάρχης ἐν τῇ Ἱερᾷ Θεολογικῇ Σχολῇ Χάλκης, ἐν τῇ ὁποίᾳ τὸ ἑπόμενον ἔτος ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος. Μετὰ ἐξάμηνόν που ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐχειροθέτησεν αὐτὸν εἰς τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.

Τὸ 1972, ὅταν ἐξελέγη Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἀοίδιμος Δημήτριος καὶ ἵδρυσε τὸ Ἰδιαίτερον Πατριαρχικὸν Γραφεῖον, ἐκάλεσεν ὡς Διευθυντὴν αὐτοῦ τὸν Ἀρχιμανδρίτην Βαρθολομαῖον, τὸν ὁποῖον καὶ προήγαγε τὸ ἑπόμενον ἔτος (Χριστούγεννα 1973) εἰς Μητροπολίτην Φιλαδελφείας. Ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Γραφείου τούτου ἔμεινε μέχρι τῆς προαγωγῆς του εἰς Μητροπολίτην Γέροντα Χαλκηδόνος (Ἰανουάριος 1990). Ἀπὸ τοῦ Μαρτίου 1974 καὶ μέχρι τῆς ἀναρρήσεως αὐτοῦ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον διετέλεσε μέλος τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς ἐπίσης καὶ πολλῶν Συνοδικὼν Ἐπιτροπῶν. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Γέροντος αὐτοῦ Μητροπολίτου Μελίτωνος ἐξελέγη παμψηφεὶ εἰς διαδοχὴν αὐτοῦ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος.

Ὁμιλεῖ πλὴν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, τὴν Τουρκικήν, τὴν Λατινικήν, τὴν Ἰταλικήν, τὴν Ἀγγλικήν, τὴν Γαλλικὴν καὶ τὴν Γερμανικήν. Ἐδημοσίευσεν ἀρκετὰ ἄρθρα, μελέτας καὶ λόγους. Εἶναι ἰδρυτικὸν μέλος τῆς «Ἑταιρείας τοῦ Δικαίου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς ὁποίας ἐπὶ ἔτη διετέλεσεν Ἀντιπρόεδρος. Ἐπὶ 15ετίαν ὑπῆρξε μέλος καὶ ἐπὶ ὀκταετίαν Ἀντιπρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ). Ἔλαβε μέρος εἰς τάς Γενικὰς Συνελεύσεις τοῦ ΠΣΕ Δ΄ (Uppsala 1968), ΣΤ΄ (Vancouver 1983) καὶ Ζ΄ (Canberra 1991). Ὑπὸ τῆς τελευταίας ἐξελέγη μέλος τῶν Ἐπιτροπῶν Κεντρικὴς καὶ Ἐκτελεστικῆς τοῦ ΠΣΕ. Ἀντιπροσώπευσε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον εἰς πλεῖστα Συνέδρια Διορθόδοξα καὶ Διαχριστιανικά, εἰς ἐπισήμους ἀποστολὰς πρὸς τὴν Τουρκικὴν Κυβέρνησιν, πρὸς Ὀρθοδόξους καὶ μὴ Ἐκκλησίας, πρὸς Ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου καὶ πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1990 προήδρευσεν ἐν Γενεύη τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευατικῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου Ἐπιτροπῆς, ἥτις ἐξήτασε τὸ θέμα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Κατόπιν προσκλήσεως ἔδωκε κατὰ καιροὺς διαλέξεις εἰς διαφόρους πόλεις ἐπὶ θεμάτων ἐπικαίρων ἢ σχετιζομένων πρὸς τὴν εἰδικότητα αὐτοῦ (Ἀθῆναι, Θεσσαλονίκη, Λουβαίν, Μαδρίτη, Βιέννη, Ῥώμη κ.ἄ.).

Εἶναι Ἑταῖρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης καὶ ἐπίτιμον μέλος τοῦ ἐν Βιέννη Ἱδρύματος Pro Oriente. Εἶναι ἐπίσης ἐπίτιμος Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, τοῦ City University τοῦ Λονδίνου, τοῦ τμήματος Περιβάλλοντος τοῦ Πανεπιστημίου Αἰγαίου (Λέσβος), τοῦ Καθολικοῦ Πανεπιστημίου Leuven Βελγίου, τοῦ Ὀρθοδόξου Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Ἁγίου Σεργίου Παρισίων, τῆς Σχολῆς Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Aix-en-Provence (Γαλλία), τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἐδιμβούργου, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, τοῦ ἐν Νέᾳ Ὑόρκη Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου Ἁγίου Βλαδιμήρου, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἰασίου, πέντε τμημάτων τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τῶν ἐν Ἀμερικὴ Πανεπιστημίων Georgetown, Tuft, Southern Methodist, τοῦ Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Ξανθῆς, τοῦ Πανεπιστημίου Yale, τοῦ Τμήματος Ἱστορίας – Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, κ.ἄ.

Ἀμέσως μετὰ τὴν χάριτι θείᾳ ἀνάρρησιν Αὐτοῦ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον ἤρξατο τοῦ ἔργου Αὐτοῦ κατὰ τάς ἐξαγγελίας Αὐτοῦ εἰς τάς προγραμματικὰς δηλώσεις καὶ εἰς τὸν Ἐνθρονιστήριον λόγον του. Οὕτω, πρὸς προώθησιν τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος καὶ συνεργασίας, συνεκάλεσεν εἰς τὸ Φανάριον τοὺς ἀδελφοὺς Αὐτοῦ Προκαθημένους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἅπαντες ὁμοῦ ἐξαπέλυσαν Μήνυμα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν κόσμον, χαρακτηρισθὲν ὡς ἡ ἑνιαία φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρόμοιαι Συνάξεις ἔγιναν καὶ τὸ 1995 ἐν Πάτμω, τὸν Ἰανουάριον 2000 ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ τὸν Δεκέμβριον του ἰδίου ἔτους ἐν ΚΠόλει καὶ Νικαίᾳ.

Ὡς νέος Πατριάρχης ἐπεσκέφθη ἐθιμοτυπικῶς τὸν Πρόεδρον τῆς Δημοκρατίας καὶ τάς Κυβερνητικὰς ἀρχὰς ἐν Ἀγκύρᾳ καὶ ἔθεσεν ὑπ’ ὄψιν αὐτῶν τὰ ἀπασχολοῦντα τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ τὴν περὶ αὐτὸ ἐν Τουρκίᾳ Ὁμογένειαν προβλήματα, μὲ πρῶτον.

Θα πρέπει να ξέρεις

Ήταν Κυριακή του Θωμά 23 Απριλίου του 2012, ξημερώματα Δευτέρας... Άγνωστοι μπήκαν στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας αφού διέρρηξαν πέντε πόρτες σπάζοντας 15 κλειδαριές. Το πρωί οι πατέρες έντρομοι διαπίστωσαν ότι οι δράστες είχαν πάρει την Τιμία Κάρα της Αγίας και μία Λειψανοθήκη που περιείχε το δεξί πόδι της. Αφαίρεσαν ακόμη δύο λειψανοθήκες που περιείχαν Ιερά Λείψανα της Αγίας Αναστασίας, του Αγίου Μοδέστου και της Αγίας Παρασκευής. Άρπαξαν επίσης έναν σταυρό ευλογίας που βρισκόταν πάνω στην Αγία Τράπεζα και έσπασαν το παγκάρι, παίρνοντας όσα χρήματα περιείχε. Το συγκεκριμένο συμβάν δεν αποτελεί κλοπή αλλά απαγωγή. Τα Ιερά Λείψανα για εμάς έχουν ζωή, είναι ζωντανά!

Από την ημέρα της αρπαγής τους το μοναστήρι βρίσκεται σε βαθύ πένθος. Η απώλεια είναι τεράστια, η θρησκευτική αξία ανεκτίμητη. Παρακαλούμε τους ανθρώπους που τα έχουν να τα επιστρέψουν εδώ όπου ανήκουν.